ξυμφερον

ξυμφερον
    ξυμφέρον
    συμ-φέρον
    -οντος τό выгода, польза
    

τὸ σ. ποιεῖ τινα κλύειν τινός Soph. — соображения пользы заставляют кого-л. повиноваться кому-л.;

    ἐς τὸ ξ. καθίστασθαί τι Thuc. — использовать что-л. в своих интересах;
    τὰ μέ συμφέροντα Soph. — пагубные действия;
    ἡδίω εἶναι τοῦ συμφέροντος Xen. — быть более приятным, чем полезным;
    τὸ σ. τινί или τινός Plat. — полезное для кого-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξυμφερον" в других словарях:

  • ξυμφέρον — συμφέρω bring together pres part act masc voc sg συμφέρω bring together pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»